Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η αβλεψία

См. также в других словарях:

  • ἀβλεψία — ἀβλεψίᾱ , ἀβλεψία blindness fem nom/voc/acc dual ἀβλεψίᾱ , ἀβλεψία blindness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβλεψίᾳ — ἀβλεψίᾱͅ , ἀβλεψία blindness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβλεψία — η (Α ἀβλεψία) [ἀβλεπτῶ] απροσεξία, παρόραμα, παραδρομή αρχ. η έλλειψη οράσεως …   Dictionary of Greek

  • αβλεψία — η απροσεξία, σφάλμα από απροσεξία: Το ορθογραφικό λάθος ήταν αποτέλεσμα αβλεψίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀβλεψίας — ἀβλεψίᾱς , ἀβλεψία blindness fem acc pl ἀβλεψίᾱς , ἀβλεψία blindness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβλεψίαν — ἀβλεψίᾱν , ἀβλεψία blindness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόραμα — το, ατος λάθος από αβλεψία, παρατύπωμα, αβλεψία: Στη δεύτερη έκδοση διορθώθηκαν τα παροράματα του βιβλίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λάθος — (I) το, πληθ. και λάθια (AM λάθος) νεοελλ. φρ. α) «τυπογραφικό λάθος» σφάλμα σε έντυπο κείμενο που οφείλεται σε αβλεψία τού τυπογραφείου, σε αντιδιαστολή με το σφάλμα που οφείλεται στον συγγραφέα, αλλ. παρόραμα β) «κατά λάθος» ή «εκ λάθους» χωρίς …   Dictionary of Greek

  • μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …   Dictionary of Greek

  • μετεωρία — μετεωρία, ἡ (ΑΜ) [μετέωρος] μσν. πνευματική τάση αρχ. 1. ψηλός τόπος, ύψωμα 2. απροσεξία, αβλεψία …   Dictionary of Greek

  • μούντζα — και μούτζα και μούζα, η (Μ μούντζα και μούτζα και μούζα) καπνιά, μουντζούρα νεοελλ. 1. κηλίδα, μελανιά 2. επίχριση τού προσώπου κάποιου με μουντζούρα για εξευτελισμό 3. υβριστική χειρονομία με προτεταμένη την παλάμη και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»